- παναγορία
- παν-ᾱγορία, ἡ,A = πανήγυρις, Schwyzer657.21 (Tegea, iv B. C., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναγορία — παναγορία, ἡ (Α) πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συνεσταλμένη βαθμ. αγορ τού ἀγείρω (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού r ως ορ στην αιολική αρκαδική διάλ., πρβλ. Ησύχ.: μβροτός και ἄγορρις ἀγορά, + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
πανάγορσις — πανάγορσις, ἡ (Α) (αρκαδ. λ.) πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ τού ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα σις] … Dictionary of Greek